- πρωτεϊκός
- -ή, -όαυτός που αλλάζει συνεχώς, όπως ο θεός Πρωτέας της μυθολογίας άλλαζε μορφές: Πρωτεϊκός χαρακτήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτεϊκός — ή, ό, Ν [Πρωτεύς] 1. αυτός που αλλάζει συνεχώς μορφές, που μεταμορφώνεται, όπως ο θεός Πρωτεύς 2. μτφ. αυτός που αλλάζει συχνά ιδέες, ασταθής … Dictionary of Greek
πολυπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από ή στον οποίο παίρνουν μέρος πολλά πρόσωπα: Πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. 2. μτφ., αυτός που παρουσιάζεται αλλαγμένος, με πολλές όψεις, πολύμορφος, πρωτεϊκός, ανειλικρινής, απατεώνας: Πολυπρόσωπος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)